καματογόνος

καματογόνος
-α, -ο
1. αυτός που προκαλεί τον κάματο
2. φρ. «καματογόνες ουσίες» — ενδογενείς τοξικές ουσίες που παράγονται κατά τη σωματική εργασία και αθροίζονται στον οργανισμό προκαλώντας τον κάματο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + -γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυ-γόνος, ζωο-γόνος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • κάματος — ο (AM κάματος) 1. επίπονη εργασία, μόχθος, κόπος («ἄτερ καμάτοιο τέλεσσαν», Ομ. Οδ.) 2. κατάπτωση τών σωματικών δυνάμεων από βαριά ή υπερβολική εργασία, κόπωση, κούραση, εξάντληση («αἴθρῳ και καμάτῳ δεδμημένον», Ομ. Οδ.) νεοελλ. 1. το όργωμα τών… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”