- καματογόνος
- -α, -ο1. αυτός που προκαλεί τον κάματο2. φρ. «καματογόνες ουσίες» — ενδογενείς τοξικές ουσίες που παράγονται κατά τη σωματική εργασία και αθροίζονται στον οργανισμό προκαλώντας τον κάματο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κάματος + -γόνος (< γίγνομαι), πρβλ. δακρυ-γόνος, ζωο-γόνος].
Dictionary of Greek. 2013.